06.11.12

Το Ναζιστικό Καφενείο


Βρίζω τους Γερμανούς , την Τροικα καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ παιζω το αντροιντ μου , με υφος αγέρωχο πολύ
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος το καλαμάκι του φραπέ μασώ ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

ΣΗΜΕΡΑ ΔΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΓΕΡΜΑΝΕ , ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΑΠΕΡΓΩ